- αστιγματικός
- -ή, -ό1. αυτός που πάσχει από αστιγματισμό2. όποιος έχει την ιδιότητα του αστιγματικού3. εκείνος που διορθώνει τον αστιγματισμό («αστιγματικοί φακοί»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- στερ. + στίγμα (-τος) + (κατάλ.) -ικος*- πρβλ. αγγλ. astigmatic(al). Ο ελληνικός όρος αστιγματικός μαρτυρείται στον Δημήτριο Κοκίδη].
Dictionary of Greek. 2013.